Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Γίνομαι χάρτινος...


Από φιληδονία σου γράφω..

Οι αισθήσεις μας είναι πανίσχυρες και απέραντες.

Γλιστρούν παντού σ' 'ολες τις γωνίες μας σαν οικουμενικός νόμος, διαβρώνουν και το απειροελάχιστο.

Σου γράφω λοιπόν από φιληδονία, από λαγνεία.

'Οχι για να σου ανακοινώσω τα νέα μου, όσο για να πιάσω το χαρτί που θα πιάσεις, για να συρθεί η ματιά μου στις ίδιες γραμμές που θα συρθεί η δικιά σου.

Το χαρτί είναι το σώμα σου, η μοναδική σου προέκταση που φτάνει σε μένα, κι εγώ για να σμίξω μαζί σου γίνομαι χάρτινος.

Σου γράφω γιατί σε ποθώ όπως και σου τηλεφωνούσα κάποτε από πόθο.

'Οχι για να σου πω και να μου πεις το ένα και τ΄άλλο, αλλά για να σ΄αγγίξω με τον ήχο μου και να μ΄αγγίξεις με τον δικό σου, για να κυλιστώ στην ανάσα σου, στο γέλιο σου, μέσα στις σιωπές σου. Βαθιά στον λαβύρινθο του ακουστικού στο αυτί μου, απλωνόταν ξέστρωτη η πιό ηδονική κλίνη!

Γιαυτό κολλούσα στο τηλέφωνο, γιαυτό όλο έβρισκα προφάσεις να σου τηλεφωνώ..

Ακόμα και σ' εκείνη την επιτροπή αλληλεγγύης για τα παιδιά της Αιθιοπίας που λιμοκτονούν, από φιληδονία γράφτηκα!

Τώρα που το έχω πάρει πια απόφαση να λιγοστέψω τα ψέματα, μπορώ να στο εξομολογηθώ κι ας ντρέπομαι.

Τόσο ανίερος, τόσο κάπηλος, τόσο κάλπης! Η ευχαρίστηση!

Το κορμί σου το έψαξα κύτταρο - κύτταρο, στην άβυσσο της ματιάς σου καταδύθηκα χιλιάδες βουτιές..

Είναι μέσα στις συμφορές του έρωτα να σου εξατομικεύει τον άλλον σε βαθμό παράλογο..

Οι περιπέτειες του κορμιού είναι καταραμένες.

Προσποιούμενες πως ξεδιψούν τη δίψα, τη φωτιάζουν ύπουλα, την ποτίζουν νερό νοθευμένο από βαρύ αλάτι.

Το ρουφάς άπληστος κι αμέσως καίγεσαι.. Τι φταίς εσύ... Συγχώρεσέ με!

'Ολα μέσα μας γίνονται και ζητιανεύουν εδώ κι εκεί εξόδους, κι ο έρωτάς μου μέσα μου ήτανε πολύς, μαύρος, πηχτός, λάβα υπόγειων στρωμάτων, έβραζε και με φλόγιζε από πριν σε συναντήσω κι όταν σε βρήκα σ' άρπαξα, έπεσα πάνω σου όπως ο γύπας στην τροφή του απαιτώντας να με γλιτώσεις από τις φλόγες μου..

'Ενας ανίκανος βιαστής της θελκτικής σου ψυχρότητας ήμουνα.

Χιλιάδες φορές εισχώρησα στο κορμί σου και δεν σε διακόρευσα.

Δαιμονιζόμουνα. Στου πόθου μου τον θολό, σκοτεινό φάρο.

Επιθυμούσα πια να σε συντρίψω, να σε σπάσω σαν αχιβάδα, γυρεύοντας μήπως κρύβεις πέρλα..
Αφέθηκα στα νύχια του πάθους που μου προκαλούσες μέχρι τέλους..


Απόσπασμα απο το βιβλίο " Η μοναξιά είναι απο χώμα" απο τη Μάρω Βαμβουνάκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παραμυθάκια